αμνησιακός

αμνησιακός
-ή, -ό
αυτός που πάσχει από αμνησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμνησία + κατάλ. -ικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμνησία — Πλήρης ή μερική απώλεια της μνήμης. Οι δύο φάσεις της μνημονικής λειτουργίας –η εγχάραξη της μνημονικής εντύπωσης και η μετέπειτα αναπόλησή της– είναι δυνατόν να αλλοιωθούν ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Υπάρχει επομένως μία α. εγχάραξης, κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”